Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το παράσημο

  • 1 παράσημο

    [парасимо] ουσ. о. знак отличия, орден,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παράσημο

  • 2 орден

    орден
    м
    1. τό παράσημο[ν]:
    \орден Ленина τό παράσημο τοῦ Λένιν \орден Красного Знамени τό παράσημο τής Κόκκινης σημαίας· \орден Красной Звезды́ τό παράσημο τοῦ Κόκκινου 'Αστέρα· получать \орден παίρνω παράσημο, παρασημοφορούμαι· награждать \орденом ἀπονέμω παράσημο, παρασημοφορώ· награждение \орденом ἡ παρασημοφο-ρία·
    2. ист. τό τάγμα:
    \орден иезуитов τό τάγμα τῶν Ίησουιτών
    3. архит. ὁ ρυθμός.

    Русско-новогреческий словарь > орден

  • 3 орден

    орден м το παράσημο· \орден Ленина το παράσημο Λένιν наградить \орденом παρασημοφορώ
    * * *
    м
    το παράσημο

    о́рден Ле́нина — το παράσημο Λένιν

    награди́ть о́рденом — παρασημοφορώ

    Русско-греческий словарь > орден

  • 4 орден

    α.
    1. (πλθ. ордена)• παράσημο•

    орден ленина το παράσημο του Λένιν•

    наградить -ом βραβεύω με παράσημο, απονέμω παράσημο, παρασημοφορώ.

    2. τάγμα•

    орден иезуитов τάγμα Ιησού ιτών•

    монашеский орден μοναχικό τάγμα•

    рыцарский орден меченосцев ιπποτικό τάγμα ξιφοφό-ρων.

    3. βλ. ордер (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > орден

  • 5 вручать

    вруч||ать
    несов
    1. ἐπιδίδω, παραδίδω, ἐγχειρίζω, δίνω/ ἀπονέμω (медаль и т. п.):
    \вручать о́рдеи ἀπονέμω παράσημο·
    2. перен ἐμπιστεύομαι:
    \вручать свою судьбу́ кому́-л. ἐμπιστεύομαι τήν τύχη μου σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > вручать

  • 6 звезда

    звезда
    ж
    1. τό ἀστρο, τό ἀστέρι, ὁ ἀστήρ:
    падающая \звезда ὁ διάττων ἀστέρας, τό πεφτάστρΓ пятиконечная \звезда τό πεντάγωνο ἀστέρΐ· орден Красной Звезды τό παράσημο τοῦ Κόκκινου 'Αστέρα· морская \звезда зоол. ὁ ἀστερίας, ὁ σταυρός τής θάλασσας·
    2. (о человеке) ὁ ἀστέρας, ὁ ἀσ-τήρ:
    \звезда экрана ὁ ἀστέρας τής ὁθόνης· ◊ путеводная \звезда τό ὁδηγό ἄστρο· он звезд с неба не хватает δέν πιάνει πουλιά στον ἀέρα.

    Русско-новогреческий словарь > звезда

  • 7 краснознаменный

    краснознаменный
    прил παρασημοφορημένος μέ τό παράσημο τής Κόκκινης Σημαίας.

    Русско-новогреческий словарь > краснознаменный

  • 8 награда

    награда
    ж ἡ ἀνταμοιβή/ τό ἐπαθλο[ν], τό βραβεῖο[ν] (в спорте, на конкурсе, в школе)/ τό παράσημο (правительственная).

    Русско-новогреческий словарь > награда

  • 9 награждать

    награждать
    несов
    1. ἀνταμείβω, (ἐπι-) βραβεύω:
    \награждать орденом παρασημοφορώ, ἀπονέμω παράσημο· \награждать кого-л. улыбкой ἀνταμείβω κάποιον μέ χαμόγελο, χαρίζω σέ κάποιον ἕνα χαμόγελο·
    2. (наделять) προικίζω, χαρίζω.

    Русско-новогреческий словарь > награждать

  • 10 награда

    [ναγκράντα] ουσ. θ. ανταμοιβή, βραβείο, παράσημο

    Русско-греческий новый словарь > награда

  • 11 орден

    [όρντιν] ουσ. α παράσημο

    Русско-греческий новый словарь > орден

  • 12 награда

    [ναγκράντα] ουσ θ ανταμοιβή, βραβείο, παράσημο

    Русско-эллинский словарь > награда

  • 13 орден

    [όρντιν] ουσ α παράσημο

    Русско-эллинский словарь > орден

  • 14 звезда

    -ы, πλθ. звзды θ.
    αστέρι, άστρο, αστέρας•

    падающая звезда διάττοντας αστέρας, αστροβολίδα, πεφτάστρι;•

    неподвижная απλανής αστέρας•

    полярная звезда πολικός αστέρας•

    утренняя звезда ο αυγερινός•

    вечерняя звезда ο αποσπερίτης•

    небо, усеянное -ами ουρανός αστερόεις.

    || κάθε τι πού έχει σχήμα αστεριού•

    пя-тикончная звезда το πεντάλφα•

    маршальская звезда το στραταρχικό αστέρι (παράσημο).

    || προσωπικότητα•

    звезда любви άστρο της αγάπης.

    || άσπρο σημάδι στο μέτωπο αλόγου•

    конь с белой -ой на лбу αστεράτο άλογο (μπάλης).

    εκφρ.
    морская звезда – το εχινόδερμο, αστερίας•
    до -ы – ως το βράδυ, ώσπου να βγουν τ αστέρια•
    - ы с нба хватает – πιάνει πουλιά στον αέρα (ικανότατος)•
    он родился под счастливой -ой – αυτός είναι σαββατογεννημένος (τον πάει η τύχη)•
    - экрана – αστέρι του κινηματογράφου•
    счш?ать -ы – μετρώ τ άστρα (χάσκω)•
    звезда падучаяπαλ. μετέωρο.

    Большой русско-греческий словарь > звезда

  • 15 кавалер

    α. καβαλιέρος, συνοδός γυναίκας. || συγχορευτής. || νέος για παντρειά. || θαυμαστής, λάτρης, εραστής.
    α. ιππότης• τιμημένος με παράσημο• — золотой звезды ιππότης χρυσού αστεριού•

    кавалер ордена Почётного Легиона ιππότης (παρασήματος) της Λεγεώνας της Τιμής.

    εκφρ.
    георгиевский кавалер – στρατιωτικός βραβευμένος με το σταυρό του αγίου Γεωργίου (προεπαναστατικά).

    Большой русско-греческий словарь > кавалер

  • 16 краснознамённый

    επ.
    βραβευμένος με το παράσημο της κόκκινης σημαίας.

    Большой русско-греческий словарь > краснознамённый

  • 17 легион

    α.
    1. λεγεώνα.
    2. μτφ. πλήθος ανθρώπων.
    εκφρ.
    иностранный легион – η λεγεώνα των ξένων•
    орден почётного -а – το παράσημο της λεγεώνας.

    Большой русско-греческий словарь > легион

  • 18 медаль

    θ.
    μετάλλιο, παράσημο•

    золотая медаль χρυσό μετάλλιο•

    серебряная медаль αργυρό μετάλλιο•

    медаль материнства μετάλλιο μητρότητας.

    εκφρ.
    оборотная ή другая сторона -и – η άλλη όψη του νομίσματος (η άλλη άποψη ζητήματος).

    Большой русско-греческий словарь > медаль

  • 19 награда

    θ.
    ανταμοιβή βραβείο παράσημο γέρας έπαθλο•

    удостоенный -ы παρα-σημοφορεμένος.

    Большой русско-греческий словарь > награда

  • 20 отличие

    ουδ.
    1. διαφορά•

    внешние -я ε ξωτερικές διαφορές•

    существенные и несущественные -я ουσιώδεις και επουσιώδεις διαφορές.

    2. διάκριση•

    за боевое отличие για διακεκριμένη πράξη στη μάχη•

    за отличие по службе για διαπρεπή υπηρεσία.

    3. αριστείο, βραβείο παράσημο.
    εκφρ.
    в отличие от – αντίθετα απο, σε διάκρίση από•
    с -ем – άριστα, με άριστα•
    окончить школу с -ем – τελειώνω το σχολείο με άριστα.

    Большой русско-греческий словарь > отличие

См. также в других словарях:

  • παράσημο — Διακριτικό σήμα, που απονέμεται από το κράτος ως ηθική ανταμοιβή για ιδιαίτερες υπηρεσίες προς το έθνος, την κοινωνία, τις επιστήμες, τα γράμματα κλπ. Η προέλευσή του συνδέεται με τα θρησκευτικά τάγματα και τα τάγματα των ιπποτών που… …   Dictionary of Greek

  • παράσημο — το χρυσό μετάλλιο, τιμητική διάκριση σε πρόσωπο για τις υπηρεσίες που πρόσφερε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρασημοφορώ — έω 1. απονέμω παράσημο, τιμώ με παράσημο 2. (μέσ. παθ.) παρασημοφορούμαι α) τιμώμαι με παράσημο β) φορώ παράσημο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράσημο + φορῶ (< φόρος < φέρω), πρβλ. οπλο φορώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Λεγεώνα της Τιμής — (γαλλ. Légion d’ honneur). Γαλλικό ιπποτικό τάγμα και τιμητικός τίτλος που καθιερώθηκε από τον Μέγα Ναπολέοντα στις 19 Μαΐου 1802 με τον σκοπό να τιμήσει τους στρατιωτικούς και πολιτικούς της Γαλλίας για τις υπηρεσίες που παρείχαν στη χώρα. Όσοι… …   Dictionary of Greek

  • περικνημίδα — Τμήμα της πανοπλίας, που προστάτευε το μπροστινό μέρος του ποδιού του πολεμιστή → πανοπλία. * * * η / περικνημίς, ίδος, ΝΜΑ (νεολλ.) 1. περίβλημα τής κνήμης που φοριέται απευθείας επάνω στο δέρμα, η κάλτσα 2. καλτσοδέτα 3. φρ. «παράσημο(ν) τής… …   Dictionary of Greek

  • τάγμα — Το μεγαλύτερο τακτικό τμήμα του συντάγματος ή της ταξιαρχίας. Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονταν τον 14o 15o αι. τα τμήματα του πεζικού ή του ιππικού, που ήταν διατεταγμένα κατά τετράγωνα και σε ορισμένη απόσταση μεταξύ τους. Η εξέλιξη της… …   Dictionary of Greek

  • Βλαδιμιρέσκου, Τεοντόρ — (Theodore Vladimirescu, ; – 1821). Ρουμάνος στρατιωτικός, με συμμετοχή στο κίνημα της Μολδοβλαχίας. Γεννήθηκε στο χωριό Μεχωνδίσιο της Μικρής Βλαχίας. Στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο υπηρέτησε τους Ρώσους ως αρχηγός εθελοντικού σώματος (1806). Γι’ αυτή… …   Dictionary of Greek

  • αστέρας — αστέρας, ο και αστέρι, το και άστρο, το 1. γενική ονομασία κάθε ουράνιου σώματος: Ο πολικός αστέρας βρίσκεται στη Μικρή Αρκτο. 2. κάθε πράγμα που έχει το σχήμα αστέρα, ιδιαίτερα παράσημο: Του απονεμήθηκε το παράσημο του ερυθρού αστέρα. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τάγμα — το, ατος 1. στρατιωτική μονάδα (μεταξύ λόχου και συντάγματος) που αποτελείται από 3 4 λόχους. 2. οργάνωση μοναχών που ζουν με τους ίδιους κανόνες και με ενιαία διοίκηση: Τάγμα Ιησουιτών, Ιωαννιτών. 3. σύνολο ανθρώπων αφοσιωμένων στην επιδίωξη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • έκπτωση — η (AM ἔκπτωσις) 1. πτώση προς τα έξω 2. πτώση προς τα κάτω 3. ηθική ή κοινωνική μείωση μσν. νεοελλ. 1. αφαίρεση αξιώματος, βαθμού, εξουσίας 2. ελάττωση τής τιμής εμπορεύματος ή τού πληρωτέου ποσού σε λογαριασμούς νεοελλ. 1. στέρηση δικαιωμάτων ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»